- ορθοπεδικός
- -ή, -ό, θηλ. ως ουσ. και ορθοπεδικός1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ορθοπεδική2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η ορθοπεδικόςγιατρός που έχει ειδικευθεί στην ορθοπεδική3. το θηλ. ως ουσ. η ορθοπεδικήη παθολογία και η θεραπευτική τών παθήσεων τού οστεομυϊκού και ειδικότερα τού κινητήριου συστήματος.επίρρ...ορθοπεδικώς και -άαπό ορθοπεδική άποψη, με ορθοπεδικό τρόπο, κατά τις επιταγές τής ορθοπεδικής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)-* + πέδον «έδαφος». Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Εστία].
Dictionary of Greek. 2013.